Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… … Dictionary of Greek
Μελανήσιος — ο, θηλ. Μελανησία 1. το θηλ. μεγάλη συστάδα νήσων τής Ωκεανίας 2. ο κάτοικος τών νήσων αυτών ή εκείνος που κατάγεται από αυτά τα νησιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. Μελανησία μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
Μαλινόφσκι, Μπρόνισλαβ Κάσπαρ — (Bronislaw Kaspar Malinowski, Κρακοβία 1884 – Νιου Χέιβεν, Koνέκτικατ 1942). Βρετανός εθνολόγος και ανθρωπολόγος πολωνικής καταγωγής. Ήταν γιος του πολύ γνωστού στην εποχή του φιλόλογου Λουσιάν Μ. Η μητέρα του ήταν επίσης πολύ καλή γλωσολόγος.… … Dictionary of Greek
Topónimos griegos — Anexo:Topónimos griegos Saltar a navegación, búsqueda Esta es una lista de topónimos griegos tradicionales, es decir, una lista de topónimos que existen en griego. Esto incluye: Lugares que tuvieron protagonismo en la historia de la cultura… … Wikipedia Español
Anexo:Topónimos griegos — En este artículo se detectó el siguiente problema: Carece de fuentes o referencias que aparezcan en una fuente acreditada. Por favor, edítalo para mejorarlo, o d … Wikipedia Español
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
μελανησιακός — ή, ό [Μελανήσιος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μελανησία, μεγάλη συστάδα νήσων τής Ωκεανίας, ή στους Μελανησίους 2. φρ. «μελανησιακή γεωγραφική φυλή» ομάδα πληθυσμών που ζουν στη Νέα Γουινέα, στο Αρχιπέλαγος Λουισιάντ, στις νήσους… … Dictionary of Greek
πιρόγα — Υποτυπώδες σκάφος, διάφορων τύπων, που κινείται γενικά με κουπιά και χρησιμοποιείται έως σήμερα από μη τεχνολογικά εξελιγμένους πληθυσμούς, προπάντων στα αρχιπελάγη του Ειρηνικού και Iνδικού ωκεανού. Στις απλούστερες μορφές της, η π.… … Dictionary of Greek