Μελανησία

Μελανησία
(Melanesia). Μία από τις τρεις μεγάλες γεωγραφικές και ανθρωπολογικές υποδιαιρέσεις της Ωκεανίας, μαζί με τη Μικρονησία και την Πολυνησία. Περιλαμβάνει τα εδάφη που εκτείνονται σε ακτίνα 5.600 χλμ. στο νοτιοδυτικό τεταρτημόριο του Ειρηνικού ωκεανού και έχουν ως όρια τη Νέα Γουινέα στα ΒΔ, τα νησιά Φίτζι στα Α και τη Νέα Καληδονία στα Ν. Εκτός από τα προαναφερθέντα νησιά και νησιωτικά συγκροτήματα, στη Μ. ανήκουν επίσης και τα Νησιά του Ναυαρχείου, το αρχιπέλαγος Βίσμαρκ, τα Νησιά Σολομώντα, τα Νησιά Σάντα Κρους, το αρχιπέλαγος των Λουισιάδων, το Βανουάτου και τα Νησιά Λόγιαλτι. Με εξαίρεση τη Νέα Καληδονία και τα Λόγιαλτι που αποτελούν γαλλική υπερπόντια κτήση, όλα τα υπόλοιπα νησιά της Μ. αποτελούν ανεξάρτητα κράτη ή ανήκουν σε ανεξάρτητα κράτη της περιοχής του Ειρηνικού. Η ονομασία Μ. οφείλεται στο βαθύ μαύρο χρώμα του δέρματος ορισμένων κατοίκων. Παιδιά στα Νησιά του Σολομώντα· τα ξανθά μαλλιά τους μαρτυρούν διασταυρώσεις με άλλες φυλές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • Μελανήσιος — ο, θηλ. Μελανησία 1. το θηλ. μεγάλη συστάδα νήσων τής Ωκεανίας 2. ο κάτοικος τών νήσων αυτών ή εκείνος που κατάγεται από αυτά τα νησιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. Μελανησία μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

  • Μαλινόφσκι, Μπρόνισλαβ Κάσπαρ — (Bronislaw Kaspar Malinowski, Κρακοβία 1884 – Νιου Χέιβεν, Koνέκτικατ 1942). Βρετανός εθνολόγος και ανθρωπολόγος πολωνικής καταγωγής. Ήταν γιος του πολύ γνωστού στην εποχή του φιλόλογου Λουσιάν Μ. Η μητέρα του ήταν επίσης πολύ καλή γλωσολόγος.… …   Dictionary of Greek

  • Topónimos griegos — Anexo:Topónimos griegos Saltar a navegación, búsqueda Esta es una lista de topónimos griegos tradicionales, es decir, una lista de topónimos que existen en griego. Esto incluye: Lugares que tuvieron protagonismo en la historia de la cultura… …   Wikipedia Español

  • Anexo:Topónimos griegos — En este artículo se detectó el siguiente problema: Carece de fuentes o referencias que aparezcan en una fuente acreditada. Por favor, edítalo para mejorarlo, o d …   Wikipedia Español

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • μελανησιακός — ή, ό [Μελανήσιος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μελανησία, μεγάλη συστάδα νήσων τής Ωκεανίας, ή στους Μελανησίους 2. φρ. «μελανησιακή γεωγραφική φυλή» ομάδα πληθυσμών που ζουν στη Νέα Γουινέα, στο Αρχιπέλαγος Λουισιάντ, στις νήσους… …   Dictionary of Greek

  • πιρόγα — Υποτυπώδες σκάφος, διάφορων τύπων, που κινείται γενικά με κουπιά και χρησιμοποιείται έως σήμερα από μη τεχνολογικά εξελιγμένους πληθυσμούς, προπάντων στα αρχιπελάγη του Ειρηνικού και Iνδικού ωκεανού. Στις απλούστερες μορφές της, η π.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”